- μαλτέζικος
- η , ο мальтийский, с острова Мальта
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαλτέζικος — η, ο [Μαλτέζος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μάλτα ή στους Μαλτέζους («μαλτέζικα τραγούδια») 2. αυτός που προέρχεται από τη Μάλτα … Dictionary of Greek